ΤΟ ΜΕΤEΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΧΑΣΑΝ
ΚΕΙΜΕΝΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΤΖΟΥ (pantzou@enet.gr) |
ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ (michalakis77@gmail.com)
Πρόσφυγες. Παιδιά. Μόνα, χωρίς τους γονείς τους. Ανήλικοι που έφυγαν απ’ την πατρίδα τους για να γλιτώσουν απ’ τα δεινά του πολέμου και της απόλυτης ένδειας και συνάντησαν δουλεμπόρους, εκβιαστές, τρόμο και βία. Μπήκαν στη χώρα μας με μόνες αποσκευές τα τραύματα στο σώμα και την ψυχή τους. Και βρέθηκαν χαμένοι στα γρανάζια της αδιαφορίας, της γραφειοκρατίας, αντιμέτωποι με μια λαθραία ζωή. Αθώα θύματα για δεύτερη φορά. Τα μεγαλύτερα, σε μια χώρα που αγνοεί διεθνείς συνθήκες και υποχρεώσεις. Ελάχιστα απ’ αυτά βρίσκουν καταφύγιο στους λίγους ξενώνες για ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες. Σ’ έναν απ’ αυτούς, στα Εξάρχεια, συναντήσαμε τον Χομαγιόν, τον Γκουλάμ, τον Χασάν. Αυτοί είναι οι «τυχεροί». Μπορούν ακόμα να ελπίζουν…
Ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος, σαν να μπαίνεις σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που δεν ξέρεις τι έχει μέσα: θάνατο, δολοφονία, απαγωγή, κακοποίηση, τα πάντα. Το ξέρεις, αλλά μπαίνεις μέσα για να ξεφύγεις και δεν μπορείς παρά να αντέξεις. Μας πήραν τα ρούχα, μας έδερναν, είκοσι μέρες μέσα στα βουνά, εκείνοι με τα άλογα και εμείς να τρέχουμε με τα πόδια πίσω τους, να πέφτουμε, να σπάμε χέρια, πόδια, κεφάλια, να χανόμαστε και να μας σημαδεύουν με το όπλο στο κεφάλι απειλώντας, “Ή θα σκάσεις ή θα σε σκοτώσω”. Να σε πιάνουν οι τούρκοι αστυνομικοί, να σου παίρνουν κινητά ή λεφτά. Να σε στέλνουν πίσω. Να σε βρίσκει στην άλλη μεριά των συνόρων ένας τύπος που σου λέει ότι θα σε γυρίσει πίσω, αλλά σε πετά σε ένα φορτηγό που το πυροβολεί η αστυνομία. Να γλιτώνεις και να σε πουλά σε άλλον που σε σημάδευε και έλεγε ότι ή θα του δώσουμε λεφτά για να μας αφήσει ελεύθερους ή θα μας σκοτώσει. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έκλαιγα και ζήτησα από τον Θεό να πεθάνω, δεν ήθελα πια να υπάρχω. Κι έπειτα, παρ’ όλα αυτά, να ξαναδοκιμάζεις, να φτάνεις στην Τουρκία, 10 μέρες σ’ ένα σπίτι με εκατό άτομα χωρίς να βλέπεις ήλιο, περιμένοντας το σήμα και ένα φουσκωτό για πέντε άτομα, για να φτάσουμε στην Ελλάδα. Και πάλι απ’ την αρχή, ξύλο και εκβιασμοί και δέκα μέρες σ’ ένα κρατητήριο για να πάρουμε ένα χαρτί ότι μέσα σε 30 μέρες πρέπει να φύγουμε από τη χώρα.
Η ιστορία του Γκουλάμ από το Αφγανιστάν, που στα 16 του δραπέτευσε από τις συνέπειες του πολέμου, δεν διαφέρει και πολύ από τις ιστορίες όλων των παιδιών που, για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τις διώξεις, τις κακουχίες, την ανυπαρξία, ξεκινούν το μακρινό ταξίδι προς την Ευρώπη. Μόνοι, ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες που καταφτάνουν κατά χιλιάδες κάθε χρόνο στην Ελλάδα και χάνονται στα γρανάζια της κρατικής αδιαφορίας και της συστηματικής παραβίασης των διεθνών συμβάσεων και κανονισμών. Ο Γκουλάμ είναι από τους ελάχιστους «τυχερούς», γιατί είναι ένας από τους μόλις 16 που φιλοξενούνται στον ξενώνα του Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων (ΣΜΑ) στα Εξάρχεια, στη μοναδική δηλαδή δομή φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων που λειτουργεί στην Αθήνα.
Εκεί, παιδιά πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές, τη Μιανμάρ, την Παλαιστίνη, τη Σομαλία και την Ακτή του Ελεφαντοστού πιάνουν ξανά το νήμα της ζωής τους σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, που -παρά τους περιορισμούς του- προσπαθεί να τους εγγυηθεί τη χαμένη καθημερινή ομαλότητα και την παιδική τους ηλικία. «Φροντίζουμε, με τη βοήθεια νομικών εθελοντών, για την κατάθεση της αίτησης ασύλου ώστε να πάρουν την ροζ κάρτα, να μάθουν ελληνικά για να επικοινωνήσουμε, να τα γράψουμε σε ένα σχολείο ή τα μεγαλύτερα να πάρουν άδεια εργασίας και να μάθουν μια δουλειά για να σταθούν στα πόδια τους. Να ζουν σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον ζεστό, πλάι σε άλλα παιδιά με τα οποία να μπορούν να παίξουν, να είναι ελεύθερα να κυκλοφορούν και όχι σε μια φυλακή, και να καλύψουμε όλες τις ανάγκες τους από την υγεία και το ρουχισμό τους μέχρι την ψυχαγωγία τους. Και αυτά, παρά τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουμε, αφού η Πολιτεία υπολογίζει στις κλίνες ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων τον ξενώνα, αλλά ουδέποτε μέχρι φέτος, που πήραμε μια μικρή επιχορήγηση από το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα Προσφύγων, δεν μας έχει χρηματοδοτήσει» λέει ο Φώτης Παρθενίδης, κοινωνικός λειτουργός και υπεύθυνος του ξενώνα, που καλείται να αντιμετωπίσει τις ανάγκες 16 παιδιών, όταν στην Ευρώπη αντιστοιχεί ένας κοινωνικός λειτουργός για κάθε τέσσερα παιδιά.
«Το πιο δύσκολο είναι να αρνηθείς σε ένα παιδί να έρθει επειδή δεν έχεις χώρο και να ξέρεις ότι θα είναι στο δρόμο ή να διώξεις ένα παιδί επειδή συμπλήρωσε τα 18, αλλά ακόμη δεν είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια του, γιατί πρέπει να φέρεις ένα δωδεκάχρονο ή κάποιο άλλο που έχει μεγαλύτερη ανάγκη».
ΙΣΜΑΗΛ – Ο 17χρονος Παλαιστίνιος ήρθε στην Ελλάδα μόλις τον περασμένο Μάιο. «Δραπέτης» από την πολιορκημένη και ισοπεδωμένη Γάζα. Μέσω του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες κατάφερε πριν από λίγες μέρες να βρει καταφύγιο στον ξενώνα του Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων.
Σαν τον αφγανό Σερχάν, που φυγαδεύτηκε στα 15 του, έμεινε κάποιους μήνες στα γκρίζα «άφγκαν χοτέλ» της Αθήνας (όπου πληρώνεις τρία ευρώ την ημέρα για όσο πιάνει το σώμα σου πάνω σε ένα βρόμικο στρώμα) μέχρι που η καρδιά του δεν άντεξε: έκανε επέμβαση μπαϊπάς και πριν από τρεις μήνες από το νοσοκομείο κατέληξε στον ξενώνα. «Τώρα παίρνω φάρμακα πολλά και είμαι καλύτερα, παρόλο που έχω μεγάλους πόνους» λέει με τα λίγα ελληνικά που ξέρει, αφού η υγεία του είναι τόσο εύθραυστη που δεν μπορεί να παρακολουθεί μαθήματα ούτε να συμμετάσχει σε κάποια από τις δράσεις της ομάδας. Περνά ώρες στο σπίτι βλέποντας τηλεόραση, μιλώντας με τους συμπατριώτες του χωρίς να αναφέρεται σε όνειρα, σχέδια, μέλλον. Θέλει μόνο να επιβιώσει και να καταφέρει μια μέρα να σταθεί στα πόδια του.
Αυτό ελπίζει σήμερα και ο Χομαγιόν από τη Μιανμάρ. Ορφανός από πατέρα, ήταν δεκατριάμισι χρονών όταν η μητέρα του -καταχρεωμένη, για να επιβιώσει- υπέκυψε στους εκβιασμούς των δουλεμπόρων: της πήραν το παιδί για να δουλέψει στην Ευρώπη και να ξεπληρώσει τα χρέη της οικογένειας. Ο μικρός δούλεψε σ’ ένα ψαράδικο, μέχρι που τον εγκατέλειψαν μόνο του σε μιαν ακτή της Μυτιλήνης, όπου οι Αρχές τού έδωσαν ένα χαρτί απέλασης, και στην Αθήνα τον περίμεναν οι δουλέμποροι που τον έβαλαν να δουλεύει σε ραφτάδικο της πλατείας Αττικής 14 ώρες την ημέρα, έως ότου κατάφερε να προσφύγει στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και να καταλήξει στον ξενώνα. Ο Χομαγιόν, με υγεία εξαιρετικά εύθραυστη από τις κακουχίες, μόλις έκλεισε τα 16 πήρε άδεια εργασίας και δουλεύει σ’ ένα ραφτάδικο έξι ώρες την ημέρα με ένσημα. Χαίρεται που μπορεί να ζει σε ασφαλές μέρος, που έχει φίλους, που μπορεί να πηγαίνει στο τζαμί για προσευχή κάθε Παρασκευή ή να νοικιάζει ταινίες Μπόλιγουντ και να τις βλέπει με φίλους του · κάποια μέρα ονειρεύεται να ανοίξει δικό του ραφτάδικο και να παντρευτεί.
Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά έχουν ζήσει εμπειρίες που θα λύγιζαν και τον πιο σκληρό άντρα · έχουν περάσει απίστευτες κακουχίες, κάποια απ’ αυτά έχουν πέσει και θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Οπως ένα μικρό που σύρθηκε σε αμερικανικό πορνείο στο Αφγανιστάν από τα 12 του χρόνια, κατάφερε να δραπετεύσει μια φορά αλλά πιάστηκε, και τη δεύτερη κατάφερε να γλιτώσει από τους «απελευθερωτές» της πατρίδας του και να φτάσει εδώ. Οταν τον βρήκαν, όλο του το σώμα ήταν σημαδεμένο από τα χτυπήματα, χαρακωμένο παντού και γεμάτο πληγές.
Αλλα, πάλι, είναι θύματα φρικτών βασανιστηρίων, όπως τα αδέλφια Σερχασάν και Μπασίρ, 15 και 19 ετών σήμερα, που έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες και βρίσκονται στον ξενώνα πάνω από τρία χρόνια. Μπήκαν από τον Εβρο μαζί με άλλους τέσσερεις συνομήλικους συμπατριώτες τους και στην Αθήνα τούς εντόπισαν οι δουλέμποροι, τους έκλεισαν σ’ ένα σπίτι, τον έναν τον μαχαίρωσαν, τους άλλους τους καίγανε ή τους έκαναν ηλεκτροσόκ και τηλεφωνούσαν στους γονείς τους για ν’ ακούνε τις κραυγές τους και να πάρουν περισσότερα λεφτά. Κατάφεραν να αποδράσουν και σήμερα ο Σερχασάν πηγαίνει στο Διαπολιτισμικό Σχολείο, περιμένει να τελειώσει το γυμνάσιο και ν’ ακολουθήσει τα βήματα του αδελφού του Μπασίρ, που δουλεύει σ’ ένα μεγάλο τυπογραφείο του κέντρου και κερδίζει έναν καλό μισθό. Ονειρεύονται την ώρα που οι δυο τους θα νοικιάσουν δικό τους διαμέρισμα και θα είναι ανεξάρτητοι. Ακόμα και τώρα θυμούνται πόσο φοβόνταν όταν έφτασαν στον ξενώνα, μην μπορώντας να πιστέψουν ότι ήταν πλέον προστατευμένοι.
«Χρειάζεται πολύς χρόνος για να ξεπεράσουν το φόβο και τη δυσπιστία. Φοβούνται το σκοτάδι, τους ήχους, τις χειρονομίες. Και όταν περνάνε οι πρώτοι μήνες και χαλαρώνουν, ξαφνικά εμφανίζονται και οι εφιάλτες και άλλοι φόβοι, γιατί ανεπαίσθητα πράγματα τους φέρνουν εικόνες από όσα έζησαν» λέει η Κατερίνα Πούτου, κοινωνική λειτουργός και μέλος του Δ.Σ. του ΣΜΑ. «Είχαμε ένα παιδί που είχε ζήσει σκηνές φοβερής βίας και όταν ήρθε εδώ επί μία εβδομάδα αρνιόταν να κοιμηθεί, φοβούμενο ότι -αν κλείσει τα μάτια- κάποιος θα το χτυπήσει. Χρειάστηκε αντικαταθλιπτική θεραπεία. Αλλά είναι φοβερό το ότι πολλά απ’ αυτά τα παιδιά τα βιώνουν όλα αυτά μέσα στη σιωπή, αφού δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και στις αρμόδιες υπηρεσίες δεν υπάρχουν διερμηνείς. Πώς να κάνεις ψυχοθεραπεία;»
ΑΛΑΣΑΝ – Εφτασε από την Ακτή του Ελεφαντοστού πριν από έναν χρόνο. Εδώ και 6 μήνες φιλοξενείται στον ξενώνα και, παρότι αδύναμος ακόμα από τις κακουχίες και τη φυματίωση που του κληροδότησε ο βίαιος ξεριζωμός του, μαθαίνει την τέχνη του ελαιοχρωματιστή, ελπίζοντας ότι σύντομα θα σταθεί στα πόδια του ΑΛΑΣΑΝ – Εφτασε από την Ακτή του Ελεφαντοστού πριν από έναν χρόνο. Εδώ και 6 μήνες φιλοξενείται στον ξενώνα και, παρότι αδύναμος ακόμα από τις κακουχίες και τη φυματίωση που του κληροδότησε ο βίαιος ξεριζωμός του, μαθαίνει την τέχνη του ελαιοχρωματιστή, ελπίζοντας ότι σύντομα θα σταθεί στα πόδια του Πώς να καθησυχάσουν τον 15χρονο σήμερα αφγανό Μοχάμαντ Αλι, που στάλθηκε πριν από τρία χρόνια από την αστυνομία της Μυτιλήνης στον Πειραιά, για να τον παραλάβουν από τον ξενώνα, και το πρώτο που σκέφτηκε βλέποντας τον Φώτη Παρθενίδη ήταν: «Αυτός σίγουρα θα με σκοτώσει, αφού πρώτα μου πάρει νεφρά και συκώτι». Τώρα γελάει σ’ αυτήν τη θύμηση και δηλώνει: «Είμαι τυχερός. Πάω στη Β’ γυμνασίου. Και μπορεί να είμαι έτσι κι έτσι μαθητής, γιατί είναι δύσκολα τα ελληνικά, αλλά είμαι καλός ποδοσφαιριστής. Σκέφτομαι να είμαι καλά, να τελειώσω το σχολείο, να γίνω ποδοσφαιριστής, να γίνω κάτι, να είμαι καλός άνθρωπος. Θέλω να μείνω εδώ. Νιώθω ότι μπορώ να τα καταφέρω ». Ο Μοχάμαντ Αλι παίζει στον Α.Ο. Πειραιά, αλλά δεν μπορούν να τον πάρουν επίσημα, γιατί του ζητούν δελτίο – η ροζ κάρτα δεν τους καλύπτει, χρειάζεται η άδεια παραμονής για να ενταχθεί στην ομάδα.
Ο Μοχάμαντ Αλι, όπως και όλοι οι συγκάτοικοί του, βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης αναμονής, η ζωή του είναι μια εκκρεμότητα. Τα παιδιά έχουν τη ροζ κάρτα τού αιτήσαντος άσυλο που πρέπει να ανανεώνουν κάθε έξι μήνες, πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο και μπορούν να κυκλοφορούν στο κέντρο (τα πιο μικρά συνοδεία, για να αποφύγουν κινδύνους), με ένα καρτοκινητό για μια ώρα ανάγκης – καθώς στις επιχειρήσεις-σκούπα το ροζ χαρτί συχνά δεν αρκεί για να αποτρέψει την προσαγωγή τους σε κάποιο τμήμα. Με εισιτήρια λεωφορείου, όχι όμως και με χαρτζιλίκι. Με ρούχα καθαρά, όχι όμως και καινούργια. Με μαθήματα υπολογιστών που παραδίδουν εθελοντές στο χώρο τους, χωρίς όμως υπολογιστές, γιατί αυτοί που τους χάρισαν ήταν παλιοί και χάλασαν. Με πρόσβαση στην υγεία, αλλά συχνά δίχως εξειδικευμένο προσωπικό ή μεταφραστές. Με διάθεση να ερωτευτούν, αλλά χωρίς πολλές ευκαιρίες να ζήσουν ανέμελα τους έρωτές τους. Και με μια κάρτα των 5 ευρώ κατά καιρούς, για να επικοινωνούν με τους δικούς τους. Με τηλεόραση και επιτραπέζια και κάποιες φορές πάρτι και επισκέψεις φίλων τους και ομάδες ποδοσφαίρου και φωτογραφίας και άλλοτε μια θεατρική ομάδα, ακόμα και μαθήματα γιόγκα. Και με ό,τι είναι δυνατό για να μπορούν να θεραπεύσουν πληγές ανεπούλωτες που αιμορραγούν σιωπηλά, γιατί για όλα αυτά σχεδόν ποτέ δεν μιλούν μεταξύ τους, γιατί οι ταπεινώσεις που έχουν υποστεί, η βία που έχουν γνωρίσει, ο φόβος που στοιχειώνει τις υπάρξεις τους είναι κυριολεκτικά ανείπωτος και δεν μπορούν να τα μοιραστούν όλα αυτά παρά μόνο με το βλέμμα.
Σαν κι εκείνο του 18χρονου Αμπάς από το Αφγανιστάν. Δώδεκα μήνες διαδρομή για να φτάσει στην Κάλυμνο το 2004, τρεις μήνες κρατητήριο, ένα χαρτί απέλασης, πενήντα ευρώ το μήνα σε ένα άθλιο δωμάτιο με δεκαπέντε άλλους κι έπειτα προσφυγή στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, μια εξαιρετικά γρήγορη απόφαση για χορήγηση ασύλου το 2006 και μια νέα ζωή στον ξενώνα. Παρά τη θλίψη του που άφησε πίσω, στο άθλιο δωμάτιο, τους φίλους του, σήμερα λέει ότι είναι καλά. Δεν έμαθε ποτέ να γράφει ή να διαβάζει αφγανικά, αλλά μιλά άψογα ελληνικά και τελείωσε στην Ελλάδα το γυμνάσιο. Δουλεύει σε ένα συνεργείο που βάζουν δάπεδα. Οταν τον ρωτώ για όσα πέρασε, μου λέει, «Ασ’ τα αυτά, είναι πίσω πια, δεν τα συζητώ. Ξέρω ότι είναι δύσκολα τώρα, αλλά θα γίνω κάτι, δεν ξέρω τι, αλλά θα γίνω».
Το ίδιο θέλει και ο συνομήλικός του Χασάν από την εμπόλεμη Σομαλία, που άφησε τον εμφύλιο και βρέθηκε πριν από έναν χρόνο στην Ελλάδα, αφού οι δουλέμποροι έπειτα από 25 μέρες σε ένα αμπάρι τον άφησαν στην Τουρκία, λέγοντάς του ότι έφτασε στην Ιταλία. Πέρασε έναν μήνα στη φυλακή και μόνο χάρη στα μέιλ που έστειλε στην Υπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες κατάφερε να βρει καταφύγιο τον περασμένο Ιούνιο στον ξενώνα. Τώρα ξέρει ότι πρέπει να μείνει εδώ,«με τη ζωή μου να κυλά μαθαίνοντας ελληνικά το πρωί, φωτογραφία δύο φορές την εβδομάδα, λίγη μουσική, λίγο ποδόσφαιρο και κάποιες βόλτες με συμπατριώτες μου έως ότου δω τι θα γίνει μ’ εμένα. Σκληρή και δύσκολη η ζωή μου· τα έμαθα όλα, και τα καλά και τα κακά, αλλά ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Τι ελπίζω; Να τα καταφέρω καλύτερα, να μάθω τη γλώσσα, να βρω μια δουλειά, να έχω την ευθύνη του εαυτού μου. Περιμένω· δεν ξέρω τι άλλο να κάνω».
Περιμένοντας. Ετσι κυλάει η ζωή γι’ αυτούς τους τυχερούς μικρούς ασυνόδευτους πρόσφυγες. Μια μετέωρη ζωή. Παρόλο που τους προσφέρεται ένα ασφαλές μέρος για να μεγαλώσουν, ένα προστατευμένο περιβάλλον που δεν είναι φυλακή, προγράμματα ένταξης στη νέα τους κοινωνία, ένα σχολείο, μια δουλειά, νέοι φίλοι, άνθρωποι που τα νοιάζονται και φροντίζουν γι’ αυτά όσο τους επιτρέπουν τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν.
ΑΜΠΑΣ – Τα όσα πέρασε μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα το 2004 δεν θέλει ούτε να τα θυμάται ούτε να τα συζητάει. Στα 18 του χρόνια ο αφγανός Αμπάς, με τα άψογα ελληνικά του, είναι από τους «τυχερότερους των τυχερών», αφού του έχει ήδη χορηγηθεί άσυλο – το διαβατήριο μιας νέας, φωτεινότερης ζωής. ΑΜΠΑΣ – Τα όσα πέρασε μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα το 2004 δεν θέλει ούτε να τα θυμάται ούτε να τα συζητάει. Στα 18 του χρόνια ο αφγανός Αμπάς, με τα άψογα ελληνικά του, είναι από τους «τυχερότερους των τυχερών», αφού του έχει ήδη χορηγηθεί άσυλο – το διαβατήριο μιας νέας, φωτεινότερης ζωής. Αλλά τα όνειρά τους κρέμονται από μια κλωστή: μετέχουν στην ελληνική κοινωνία και κάνουν σχέδια για πρώτη φορά στη ζωή τους για το μέλλον τους. Εδώ, στην Ελλάδα. Αλλά όλα εξαρτώνται από το χρώμα ενός χαρτιού: τη λευκή κάρτα του πρόσφυγα. Ελάχιστοι τυχεροί θα την πάρουν. Από τα 280 παιδιά που έχουν φιλοξενηθεί στον ξενώνα, μόνο 10 την πήραν. Κάποιοι απογοητευμένοι θα ζητήσουν την πράσινη κάρτα του οικονομικού μετανάστη, απεμπολώντας κάθε δικαιούμενη προστασία. Η συντριπτική πλειονότητα κάποια μέρα θα κληθεί από αυτήν τη χώρα -που τους έστειλε σχολείο και τους έκανε να πιστέψουν ότι έχουν μέλλον- να κινήσει ξανά το δρόμο της παρανομίας, αναζητώντας καταφύγιο κάπου αλλού.
Αυτό σκέφτομαι όταν ακούω τον Γκουλάμ να λέει: «Θέλω να πάω στο πανεπιστήμιο». Με τα άψογα ελληνικά του, βραβευμένος σε πανελλήνιο διαγωνισμό έκθεσης για την Ακρόπολη, εξαιρετικός μαθητής, που δουλεύει τα Σαββατοκύριακα μαζεύοντας χρήματα για το μέλλον του, μαχητικός, ασυμβίβαστος, ο μόνος που έχει κάνει μήνυση εναντίον φύλακα που τον ξυλοκόπησε, ο πρώτος που πήγε στο δικαστήριο για να πετύχει την εγγραφή του σε σχολείο, ανοίγοντας το δρόμο για τα υπόλοιπα ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά πρόσφυγες, δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί την αξιοπρέπεια και το σεβασμό, αρνούμενος να αφήσει να τον συνθλίψουν. Λαθραίες ζωές δεν υπάρχουν, τις φτιάχνουμε…
Άσυλο ακατάλληλο για ανηλίκους.
Η Κατερίνα Πούτου, μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Μέριμνας Ανηλίκων και ιδρυτικό μέλος της ΜΚΟ «Αρσις», σκιαγραφεί το θολό τοπίο μέσα στο οποίο καλούνται να επιβιώσουν οι ανήλικοι ασυνόδευτοι πρόσφυγες.
* Η Ελλάδα δεσμεύεται από τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού και άλλα διεθνή πρωτόκολλα όσον αφορά τους ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες· ωστόσο, υπάρχουν τεράστια ελλείμματα, αλλαγές πολιτικής και εξαιρετικά χαμηλός αριθμός αναγνώρισης ασύλου. Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μόνο το 0,2% των αιτούντων -ενηλίκων και ανηλίκων- παίρνουν άσυλο.
Τα παιδιά του ξενώνα δεν διαθέτουν μόνο τη ροζ κάρτα του αιτούντος άσυλο, αλλά κι ένα προστατευμένο περιβάλλον για να μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια, προγράμματα ένταξης, διασκέδαση, σχολείο, φίλους, ανθρώπους που τα νοιάζονται και την «πολυτέλεια» να κάνουν όνειρα για το μέλλον. Τα παιδιά του ξενώνα δεν διαθέτουν μόνο τη ροζ κάρτα του αιτούντος άσυλο, αλλά κι ένα προστατευμένο περιβάλλον για να μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια, προγράμματα ένταξης, διασκέδαση, σχολείο, φίλους, ανθρώπους που τα νοιάζονται και την «πολυτέλεια» να κάνουν όνειρα για το μέλλον. * Επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων δεν υπάρχουν. Η καταγραφή τους κατά την είσοδό τους στη χώρα είναι ελλιπής: συχνά ανήλικοι καταγράφονται ως ενήλικοι (και αντίστροφα) ή ως συνοδευόμενοι από ενήλικο, χωρίς αυτό να ισχύει. Εκτιμήσεις, πάντως, τους υπολογίζουν στο ένα τέταρτο των προσφύγων που εισέρχονται στην Ελλάδα.
* Κάθε παιδί κάτω των 18 ετών που φτάνει στη χώρα πρέπει να μπαίνει σε πολιτική προστασίας με βάση τη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Σύμφωνα με αυτήν, πρέπει να έχει ενημέρωση στη γλώσσα του για τα δικαιώματά του και ιδίως για το άσυλο, έρευνα για τη χώρα καταγωγής του και έναν δημόσιο λειτουργό που θα λειτουργήσει ως επίτροπος για να καταθέσει αίτημα ασύλου, να προασπίσει τα δικαιώματά του και να διενεργήσει για λογαριασμό του μια σειρά δικαιοπρακτικών πράξεων. Το παιδί αρχικά πρέπει να βρίσκεται σε χώρο φιλο- ξενίας ειδικά σχεδιασμένο και όχι σε κέντρο κράτησης, όπου θα μένει το ελάχιστο δυνατόν διάστημα μέχρι να γίνουν οι πρώτες διαδικασίες και μετά να φιλοξενηθεί σε κάποιον χώρο που θα του προσφέρει όλα τα επόμενα δικαιώματά του, πρόσβαση σε εκπαίδευση, υγεία, ένταξη στη νέα κοινωνία. Ωστόσο, τίποτα σχεδόν από αυτά δεν υφίσταται. Η μεταχείριση των ανηλίκων είναι ίδια με εκείνη των ενηλίκων. Το επιβεβαιώνουν οι εικόνες από την Παγανή, τη Χίο, τη Σάμο, τον Εβρο, τα κέντρα κράτησης και το χάος του θεσμού της Επιτροπείας, που δεν ικανοποιείται με τον ορισμό ενός κοινωνικού λειτουργού ή προέδρου ενός ιδρύματος, που γίνεται επίτροπος ταυτόχρονα και τυπικά για 300 ασυνόδευτους ανηλίκους.
* Στη χώρα μας, εκτός από τον ξενώνα του Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων στην Αθήνα, φιλοξενία προσφέρεται στους ξενώνες της «Αρσις» στη Μακρινίτσα και το Ωραιόκαστρο και σ’ αυτόν του Εθνικού Κέντρου Νεότητας στα Ανώγεια της Κρήτης. Συνολικά, προσφέρονται 152 θέσεις, όταν -σύμφωνα με την αστυνομία- μόνο τον τελευταίο χρόνο μπήκαν στη χώρα μας περίπου 5.000 ανήλικοι. Επίσης, το Κέντρο Υποδοχής Ασυνόδευτων Ανηλίκων στην Αγιάσο -η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε πρόσφατα- προσφέρει σημαντική βοήθεια.